Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κόζι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κόζι το [kózi] Ο44α : (λαϊκ.) α. σε ορισμένα χαρτοπαίγνια, το ισχυρό φύλ λο που νικάει τα υπόλοιπα· (πρβ. ατού). β. ΦΡ κάνω ~, διακρίνω κπ. ή κτ.: Tην έκανες ~ την γκόμενα; παίρνω ~, για ηδονοβλεψία, παρακολουθώ· ΣYN ΦΡ παίρνω μάτι.

[τουρκ. koz ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go