Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κόβα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κόβα η [kóva] Ο25α : σε κομμουνιστικό κόμμα, η οργάνωση βάσης.

[λόγ. αρκτικόλ. κ(ομματική) ο(ργάνωση) βά(σης)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοβάλτιο το [kováltio] Ο40 : (χημ.) πολύ σκληρό στοιχείο που ανήκει στα μέταλλα: Aκτίνες κοβαλτίου, για τη θεραπεία του καρκίνου. Bόμβα κοβαλτίου, πυρηνικό όπλο, συσκευή που περιέχει ραδιενεργό κοβάλτιο.

[λόγ. < γερμ. Kobalt -ιον (ορθογρ. δαν.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go