Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κωφότητα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κωφότητα η [kofótita] Ο28 : (ιατρ.) η ιδιότητα, το γνώρισμα του κουφού.

[λόγ. < αρχ. κωφότης, αιτ. -ητα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go