Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κωφότης η· κωφότη.
-
- Kωφότητα, κουφαμάρα:
- ο Θεός … ήδωκεν τυφλότην και κωφότην (Mορεζίν., Kλίνη Σολομ. 464).
[αρχ. ουσ. κωφότης. T. ‑τα σήμ. ποντ. και τ. ‑τητα σήμ. ιατρ.]
- Kωφότητα, κουφαμάρα:



