Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κωφαλαλία
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κωφαλαλία η [kofalalía] Ο25 : (ιατρ.) η πάθηση του κωφάλαλου.

[λόγ. κωφάλαλ(ος) -ία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go