Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κωπηλατικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κωπηλατικός -ή -ό [kopilatikós] Ε1 : που έχει σχέση με την κωπηλασία ή τον κωπηλάτη: Kωπηλατικοί αγώνες.

[λόγ. < ελνστ. κωπηλατικός `που ανήκει στους κωπηλάτες΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go