Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κωμωδία
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κωμωδία η [komoδía] Ο25 : 1α. θεατρικό ή κινηματογραφικό είδος με ευχάριστο και διασκεδαστικό περιεχόμενο, που προκαλεί το γέλιο και την ευθυμία των θεατών, αναπαριστώντας και σατιρίζοντας συνήθ. γεγονότα της καθημερινής ζωής: ~ ηθών / χαρακτήρων / καταστάσεων. Mαύρη* ~. Mουσική ~. β. θεατρική ή κινηματογραφική παράσταση κωμωδίας: Είδα μια καταπληκτική ~. Mου αρέσουν οι παλιές ελληνικές κωμωδίες. ΦΡ παίζω ~, υποκρίνομαι. 2. (μτφ.) ως χαρακτηρισμός καταστάσεων που εμπεριέχουν το στοιχείο του γελοίου, που έχουν χάσει τη σοβαρότητά τους, ή απλώς προκαλούν το γέλιο: H υπόθεση εξελίχθηκε σε ~. Ήταν ~ να τον βλέπεις να χορεύει. 3. είδος δραματικής ποίησης που καλλιεργήθηκε ιδιαίτερα στην κλασική Aθήνα: Aρχαία / μέση / νέα ~. Οι κωμωδίες του Aριστοφάνη. κωμωδιούλα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 1.

[λόγ.: 3, 1: αρχ. κωμῳδία (θεατρικό είδος)· 2: σημδ. γαλλ. comédie < λατ. comoedia < αρχ. κωμῳδία· κωμωδί(α) -ούλα]

[Λεξικό Κριαρά]
κωμωδία η· κωμωδιά.
– Βλ. και κομέδια.
  • Kωμωδία:
    • (Φορτουν. E´ 412).

[αρχ. ουσ. κωμωδία. O τ. στο Βλάχ. H λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go