Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κωλόπαιδο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κωλόπαιδο το [kolópeδo] Ο41 & κωλοπαίδι το [kolopéδi] Ο44 : (προφ.) υβριστικός χαρακτηρισμός παιδιού ή νεαρού του οποίου η συμπεριφορά χαρακτηρίζεται από θράσος και από έλλειψη αγωγής.

[κωλο- + παιδ(ί) -ο· κωλο- + παιδ(ί) -ι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go