Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κωλυσιεργία
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κωλυσιεργία η [kolisierjía] Ο25 : η συστηματική και σκόπιμη παρεμβολή κωλυμάτων, εμποδίων στην εκτέλεση ενός έργου, στη διεκπεραίωση μιας υπόθεσης ή στην εξέλιξη μιας διαδικασίας.

[λόγ. < ελνστ. κωλυσιεργ(ός) `που εμποδίζει την εργασία΄ -ία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go