Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κωλοχανείο το [koloxanío] Ο39 : (χυδ.) μειωτικός χαρακτηρισμός: α. για χώρο όπου επικρατεί μεγάλη ακαταστασία. β. για εργασιακές ή άλλες συνθήκες από τις οποίες απουσιάζει η οργάνωση, ο προγραμματισμός κτλ.
[κωλο- + -χανείο κατά το τεμπελχανείο]



