Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κωλοχανείο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κωλοχανείο το [koloxanío] Ο39 : (χυδ.) μειωτικός χαρακτηρισμός: α. για χώρο όπου επικρατεί μεγάλη ακαταστασία. β. για εργασιακές ή άλλες συνθήκες από τις οποίες απουσιάζει η οργάνωση, ο προγραμματισμός κτλ.

[κωλο- + -χανείο κατά το τεμπελχανείο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες