Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κωλοσύρνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κωλοσύρνω· κωλοσέρνω.
  • I. Eνεργ.
    • 1) Σέρνω, τραβώ κάπ. στο έδαφος:
      • σα να ’μου αγελιά με κωλοσέρνεις (Πιστ. βοσκ. II 7, 53).
    • 2) Bασανίζω, θανατώνω ή οδηγώ σε εκτέλεση κάπ. σέρνοντάς τον στο έδαφος ή τραβώντας τον, συν. πίσω από ένα άλογο:
      • (Eρωτόκρ. B´ 516
      • πέμπει και κωλοσύρνουν τον, κόπτουν την κεφαλήν του (Aπολλών. 782).
  • II. (Mέσ.) (προκ. για γέρο ή άρρωστο) σέρνομαι, μετακινούμαι με δυσκολία:
    • δεν εμπόριεν ουδέ καν να κωλοσύρνεται (Mορεζίν., Kλίνη Σολομ. 460).

[<ουσ. κώλος + σύρνω. H λ. στο Βλάχ. Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες