Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κωλοσυρμός ο.
-
- Tράβηγμα, σύρσιμο στο έδαφος με τα οπίσθια:
- κωλοσυρμούς … και χίλιες στο κορμί μου ντροπές είχα επιχειριστεί (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [11]).
[<αόρ. του κωλοσύρνω + κατάλ. ‑μός. H λ. στο Βλάχ. και σήμ. κρητ.]
- Tράβηγμα, σύρσιμο στο έδαφος με τα οπίσθια: