Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κωλοσαύρα
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κωλοσαύρα η.
  • Σαύρα:
    • (Πουλολ. 382).

[<ουσ. χλωροσαύρα, που απ. σε σχόλ., πιθ. με παρετυμολ. επίδρ. του ουσ. κώλος. T. κωλι‑ στο Βλάχ. (κολι‑) και κωλοσάφρα στο Du Cange (κο‑). Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες