Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κωλογυρίζω.
-
- (Mτβ.) γυρίζω κάπ. από τη μεριά των οπισθίων·
- (εδώ προκ. για ανώμαλη συνουσία):
- (Kατζ. B´ 382).
- (εδώ προκ. για ανώμαλη συνουσία):
[<ουσ. κώλος + γυρίζω]
- (Mτβ.) γυρίζω κάπ. από τη μεριά των οπισθίων·