Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κωλαράς
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κωλαράς ο [kolarás] Ο1 θηλ. κωλαρού [kolarú] Ο37 : (προφ.) μειωτικός χαρακτηρισμός για άνθρωπο με μεγάλα οπίσθια: Είναι λίγο κωλαρού.

[κώλ(ος) -αράς· κωλαρ(άς) -ού]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go