Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κωδίκελλος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κωδίκελλος ο [koδíkelos] Ο20α : (νομ.) έγγραφο το οποίο συμπληρώνει ή τροποποιεί μια διαθήκη.

[λόγ. < ελνστ. κωδίκελλος, κωδίκιλλος < λατ. codicillus]

[Λεξικό Κριαρά]
κωδίκελλος ο.
  • Eίδος εγγράφου·
    • (εδώ) σύντομο συμπληρωματικό έγγραφο διαθήκης:
      • Περί διαθήκης … και περί κωδικέλλων (Bακτ. αρχιερ. 145).

[μτγν. ουσ. κωδίκελλος (L‑S Suppl.) <λατ. codicellus]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go