Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κυψελίδα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κυψελίδα η [kipselíδa] Ο26 : 1. η λιπαρή ουσία που εκκρίνεται από τους σμηγματογόνους αδένες του ακουστικού πόρου. 2. (ανατ.) μικρή κοιλότητα του πνεύμονα, καθένας από τους μικρούς χώρους σε σχήμα σάκου στους οποίους καταλήγει το βρογχικό δέντρο.

[λόγ.: 1: αρχ. κυψελίς, αιτ. -ίδα· 2: σημδ. γαλλ. cellule]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go