Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κυστικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κυστικός -ή -ό [kistikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην κύστη1 ή που έχει μορφή κύστης: ~ όγκος.

[λόγ. < γαλλ. cystique < cyst(e) < αρχ. κύστ(ις) -ique = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες