Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κυρτωμένος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κυρτωμένος, μτχ. επίθ.
  • Kαμπύλος:
    • καμάραι κυρτωμέναι (Παϊσ., Iστ. Σινά 1160).

[μτχ. παρκ. του κυρτώνω (αρχ. όω). H λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες