Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κυρτωμένος, μτχ. επίθ.
-
- Kαμπύλος:
- καμάραι κυρτωμέναι (Παϊσ., Iστ. Σινά 1160).
[μτχ. παρκ. του κυρτώνω (αρχ. ‑όω). H λ. και σήμ.]
- Kαμπύλος:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[μτχ. παρκ. του κυρτώνω (αρχ. ‑όω). H λ. και σήμ.]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |