Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κυριακοδρόμιον το· κυριακοδρόμιν.
-
- (Eκκλ.) βιβλίο που περιέχει τα ευαγγελικά και αποστολικά αναγνώσματα όλων των Kυριακών του έτους:
- απόστολον κυριακοδρόμιν μετά του μηνολογίου (Διαθ. Mαγγ. 47).
[<ουσ. Kυριακή + ‑δρόμιον. Η λ. στο Du Cange (λ. Κυριακή) και νεότ. (Κουμαν., Δημ.)]
- (Eκκλ.) βιβλίο που περιέχει τα ευαγγελικά και αποστολικά αναγνώσματα όλων των Kυριακών του έτους: