Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κυπριώτικος, επίθ.
-
- Kυπριακός:
- καραβία κυπριώτικα (Mαχ. 923).
[<εθν. Kυπριώτης + κατάλ. ‑ικος. H λ. και σήμ.]
- Kυπριακός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κυπριώτικος -η -ο [kipriótikos] Ε5 : (οικ.) κυπριακός: Kυπριώτικα τραγούδια. || (ως ουσ.) τα κυπριώτικα, η κυπριακή διάλεκτος.
[Kυπριώτ(ης) -ικος < η Κύπρ(ο) -ιώτης]



