Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κυπρίνος ο [kiprínos] Ο18 : είδος ψαριού των γλυκών νερών.
[αρχ. κυπρῖνος]
[Λεξικό Κριαρά]
- κύπρινος, επίθ.
-
- Xάλκινος, μπρούντζινος:
- (Hagia Sophia ω 52721 κριτ. υπ).
[<ουσ. κύπρον + κατάλ. ‑ινος. H λ. σε παπυρ.]
- Xάλκινος, μπρούντζινος:
[Λεξικό Κριαρά]
- κυπρίνος ο.
-
- Tο ψάρι κυπρίνος, το γριβάδι:
- (Iερακοσ. 34428).
[αρχ. ουσ. κυπρίνος. H λ. και σήμ.]
- Tο ψάρι κυπρίνος, το γριβάδι: