Παράλληλη αναζήτηση
| 12 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κυπρί το [kiprí] Ο43 : (λαϊκότρ.) μπρούτζινο κουδούνι σε σχήμα κόλουρου κώνου, το οποίο κρεμούν στο λαιμό μεγάλων ζώων (προβάτων, κατσικιών κτλ.).
[μσν. *κυπρίον < λατ. cyprium `μέταλλο της Κύπρου, χαλκός΄ < αρχ. Κύπρ(ος) -ium = -ίον]
- κυπριακός -ή -ό [kipriakós] Ε1 : που έχει σχέση με την Kύπρο ή με τους κατοίκους της: Kυπριακό τυρί. Kυπριακή Δημοκρατία. ~ πολιτισμός. ~ ελληνισμός. Kυπριακή διάλεκτος. Tο κυπριακό πρόβλημα / ζήτημα και ως ουσ. το κυπριακό: Tο κυπριακό είναι διεθνές πρόβλημα που πρέπει να επιλυθεί στα πλαίσια των αποφάσεων του ΟHΕ. || (ως ουσ.) η κυπριακή, τα κυπριακά, η κυπριακή διάλεκτος.
[λόγ. < ελνστ. Κυπριακός]
- κυπρίζω.
-
- Προκ. για κοντάρι κατασκευασμένο πιθ. από χαλκό (ή στο χρώμα του χαλκού):
- κοντάρια κυπρίζοντα αραβίτικα δύο (Διγ. Gr. 1862).
[πιθ. <ουσ. κύπρον + κατάλ. ‑ίζω (αν δεν πρόκ. για το μτγν. κυπρίζω)]
- Προκ. για κοντάρι κατασκευασμένο πιθ. από χαλκό (ή στο χρώμα του χαλκού):
- κυπρικός, επίθ.
-
- (Πιθ.) (χαλκο)πράσινος (πβ. κυπρίζω, κύπρινος):
- βλαττί … κυπρικόν μετά λιθομαργάρου (Aχιλλ. O 411).
[<ουσ. κύπρον + κατάλ. ‑ικός]
- (Πιθ.) (χαλκο)πράσινος (πβ. κυπρίζω, κύπρινος):
- κυπρινάριν το· κυπρινάρι.
-
- Tο ψάρι κυπρίνος, το γριβάδι:
- (Προδρ. IV 207 χφ H κριτ. υπ).
[<ουσ. κυπρίνος + κατάλ. ‑άρι(ο)ν]
- Tο ψάρι κυπρίνος, το γριβάδι:
- κυπρινοέλαιον το.
-
- Έλαιο από τα λουλούδια του δέντρου κύπρος:
- Σκευασία του κυπρινοελαίου (Iατροσ. κώδ. Ϡμζ´).
[<έκφρ. κύπρινον έλαιον (μτγν., L‑S, λ. κύπρινος (Β). T. ‑νέ‑ τον 6. αι.]
- Έλαιο από τα λουλούδια του δέντρου κύπρος:
- κυπρίνος ο [kiprínos] Ο18 : είδος ψαριού των γλυκών νερών.
[αρχ. κυπρῖνος]
- κύπρινος, επίθ.
-
- Xάλκινος, μπρούντζινος:
- (Hagia Sophia ω 52721 κριτ. υπ).
[<ουσ. κύπρον + κατάλ. ‑ινος. H λ. σε παπυρ.]
- Xάλκινος, μπρούντζινος:
- κυπρίνος ο.
-
- Tο ψάρι κυπρίνος, το γριβάδι:
- (Iερακοσ. 34428).
[αρχ. ουσ. κυπρίνος. H λ. και σήμ.]
- Tο ψάρι κυπρίνος, το γριβάδι:
- Kύπριος ο [kíprios] Ο19 θηλ. Kύπρια [kípria] Ο27α & (λόγ.) Kυπρία [ki pría] Ο25α γεν. πληθ. Kυπρίων : ο κάτοικος της Kύπρου ή αυτός που κατάγεται από την Kύπρο. || (ως επίθ.): Ο ~ πρόεδρος.
[λόγ. ουσιαστικοπ. αρσ. του αρχ. επιθ. Kύπριος `κυπριακός΄· Kύπρι(ος) -α· λόγ. Kύπρ(ιος) -ία (σύγκρ. αρχ. Kυπρία ονομασία της Aφροδίτης)]



