Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κυπελλούχος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κυπελλούχος ο [kipelúxos] Ο18 θηλ. κυπελλούχος [kipelúxos] Ο35 & κυπελλούχα [kipelúxa] Ο25α : ο πρωταθλητής μιας αθλητικής αναμέτρησης, ο κάτοχος του κυπέλλου, συνήθ. όταν πρόκειται για ομάδα και όχι για μεμονωμένους αθλητές: Ποιος είναι ο ~ Ευρώπης στο μπάσκετ; || (ως επίθ.): Οι κυπελλούχες ομάδες.

[λόγ. κύπελλ(ον) + -ούχος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· κυπελλούχ(ος) -α]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go