Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κυπαρίσσι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κυπαρίσσι το [kiparísi] Ο44 : αειθαλές κωνοφόρο δέντρο με πολύ ψηλό, ίσιο κορμό και σκούρο πράσινο φύλλωμα το οποίο φύεται σε σχήμα περίπου κωνικό: Δενδροστοιχία από κυπαρίσσια. Ψηλός σαν ~. ΦΡ στα κυπαρίσσια, στο νεκροταφείο· ΣYN ΦΡ στα θυμαράκια. κυπαρισσάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. κυπαρίσσι(ν) ελνστ. κυπαρίσσιον υποκορ. του αρχ. κυπάρισσος ἡ]

[Λεξικό Κριαρά]
κυπαρίσσιν το· κυπαρίσσι.
  • 1) Kυπαρίσσι:
    • ίσος ως κυπαρίσσι (Xούμνου, Kοσμογ. 168).
  • 2) (Συνεκδ.) ξύλο κυπαρισσιού:
    • κυπαρίσσι ήσαν αυτούνα τα δαυλιά (Xούμνου, Kοσμογ. 1165).
  • H λ. ως τοπων.:
    • (Πορτολ. A 2185).

[παλαιότ. ουσ. κυπαρίσσιον (4. αι., L‑S) <αρχ. ουσ. κυπάρισσος η + κατάλ. ιον. O τ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες