Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κυοφόρος
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
κυοφόρος, επίθ.
  • Έγκυος·
    • γόνιμος·
    • έκφρ. κυοφόρος δίφρος = ειδικό κάθισμα για τις επίτοκες:
      • (Bίος Aλ. 513).

[<αρχ. κυοφορώ. H λ. στο EM· βλ. και L‑S Suppl.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go