Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κυοφορώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κυοφορώ [kioforó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. για θηλυκό θηλαστικό ζώο, φέρω έμβρυο στην κοιλιά· εγκυμονώ, κυρίως ως όρος της ζωολογίας. 2. (μτφ.) για κτ. το οποίο βρίσκεται στο στάδιο των διεργασιών, ακριβώς πριν συμβεί ή εμφανιστεί: Kυοφορείται νέος εκλογικός νόμος. Kυοφορούνται εξελίξεις.

[λόγ.: 1: αρχ. κυοφορῶ· 2: κατά τη σημ. του κυοφορία2]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες