Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κυνισμός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κυνισμός ο [kinizmós] Ο17 : I. κυνική συμπεριφορά· κυνικότητα: Παραδέχτηκε με πολύ κυνισμό ότι χρηματίζεται. II. η κυνική φιλοσοφία.

[λόγ. < ελνστ. κυνισμός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go