Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κυνικώς
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κυνικώς, επίρρ.
  • Σύμφωνα με τη διδασκαλία των κυνικών:
    • κυνικώς ακτημονείτο … ως φιλόσοφος (Eρμον. A 106 (πιθ. εσφαλμ. αντί ακτήμων ήτο)).

[μτγν. επίρρ. κυνικώς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες