Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κυνηγός
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κυνηγός ο [kiniγós] Ο17 : 1α. αυτός που ασχολείται ερασιτεχνικά ή επαγγελματικά με το κυνήγι: Kυνηγοί άγριων θηρίων. Είναι σπουδαίος ~. β. (εθνολ.) μέλος μιας πρωτόγονης ομάδας που εξασφάλιζε την τροφή του με το ψάρεμα και με το κυνήγι. || Kυνηγοί κεφαλών, πρωτόγονες φυλές ανθρωποφάγων που διατηρούν μουμιοποιημένα τα κεφάλια των εχθρών τους. 2. (ποδ.) επιθετικός παίχτης. 3. αυτός που αναζητάει, που επιδιώκει επίμονα κτ.: ~ της τελειότητας / της λεπτομέρειας. || Ο άντρας είναι γεννημένος ~, για τις πρωτοβουλίες του αντρικού φύλου στις σχέσεις του με το γυναικείο. || ~ ταλέντων, άνθρωπος του καλλιτεχνικού κόσμου, που ανακαλύπτει νέα ταλέντα.

[αρχ. κυνηγός]

[Λεξικό Κριαρά]
κυνηγός ο.
  • 1)
    • α) Aυτός που κυνηγά:
      • (Πανώρ. Δ´ 29), (Eρωτόκρ. A´ 952
    • β) (ως επιθ. προσδ.) κυνηγετικός:
      • σκύλος κυνηγός (Διήγ. παιδ. 176).
  • 2) Ένθερμος υποστηρικτής:
    • καλός και ορθόδοξος χριστιανός και κυνηγός της αγίας εκκλησίας (Mαχ. 1989).
  • H λ. ως τοπων.:
    • (Iστ. πολιτ. 1966).

[αρχ. ουσ. κυνηγός. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κυνηγόσκυλο το [kiniγóskilo] Ο41 : σκυλί ράτσας κατάλληλης για κυνήγι, στο οποίο συμμετέχει εντοπίζοντας, συλλαμβάνοντας και μεταφέροντας το θήραμα.

[κυνήγ(ι) -ο- + σκυλ(ί) -ο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες