Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κυνηγετικός -ή -ό
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
κυνηγετικός, επίθ.
  • Που έχει σχέση με το κυνήγι, που είναι ικανός για κυνήγι, θηρευτικός:
    • (Iερακοσ. 50215).

[αρχ. επίθ. κυνηγετικός. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κυνηγετικός -ή -ό [kinijetikós] & κυνηγητικός -ή -ό [kinijitikós] Ε1 : που έχει σχέση με το κυνήγι ή που είναι κατάλληλος γι΄ αυτό: ~ σκύλος. Kυνηγετικό όπλο. Kυνηγετικά είδη. Kυνηγετική περίοδος, κατά την οποία επιτρέπεται το κυνήγι. Kυνηγετικό περίπτερο.

[λόγ. < αρχ. κυνηγετικός· λόγ. κυνηγη- (κυνηγώ) -τικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go