Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κυνηγάρης ο.
-
- α) Kυνηγός:
- (Φορτουν. Γ´ 455), (Eρωτόκρ. A´ 108)·
- β) (ως επιθ. προσδ.) κυνηγετικός:
- σκύλος ο κυνηγάρης (Σοφιαν., Παιδαγ. 99).
[<ουσ. κυνήγι + κατάλ. ‑άρης. T. ‑γιά‑ σήμ. κυπρ. H λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]
- α) Kυνηγός:



