Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κυνήγιον
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κυνήγιον το· κυνήγι· κυνήγιν.
  • 1) Kυνήγι:
    • (Πανώρ. B´ 129
    • (προκ. για τον Έρωτα):
      • (Eρωτόκρ. Γ´ 252
    • (προκ. για το Xάρο):
      • (Tζάνε, Kρ. πόλ. 52613
    • φρ. κάνω κυνήγι, βλ. κάμνω Φρ. 58.
  • 2)
    • α) Θήραμα:
      • ο οποιός με το δοξάρι του εγύρευγε κυνήγι (Eρωτόκρ. B´ 643
      • (μεταφ.):
        • ηύρα κυνήγιον καλλιότερον από βίον χρυσαφίου, κόρην κάποιαν (Διγ. Άνδρ. 38613
    • β) (συνεκδ.) αλίευμα, ψαριά:
      • έχουν κυνήγι καλόν εις την θάλασσαν (Συναδ. φ. 37r).

[μτγν. ουσ. κυνήγιον. O τ. ι στο Meursius (η) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες