Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κυνήγημα το [kiníjima] Ο49 : η ενέργεια του κυνηγώ2: H δουλειά / η δικηγορία θέλει ~, επίμονη και συνεχή προσπάθεια.
[μσν. κυνήγημα < κυνηγη- (κυνηγώ) -μα]
[Λεξικό Κριαρά]
- κυνήγημα το.
-
- Kαταδίωξη, κυνηγητό:
- (Πεντ. Aρ. XXXV 20).
[<αόρ. του κυνηγώ + κατάλ. ‑μα. H λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Kαταδίωξη, κυνηγητό:



