Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κυνάγχη
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κυνάγχη η [kináni] Ο30 : (ιατρ.) φλεγμονή του φάρυγγα που συνοδεύεται από δυσχέρεια στην αναπνοή και στην κατάποση.

[λόγ. < αρχ. κυνάγχη]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go