Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κυλινδρόμυλος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κυλινδρόμυλος ο [kilinδrómilos] Ο20 : αλευρόμυλος στον οποίο η άλεση γίνεται με μηχανικούς κυλίνδρους.

[λόγ. κύλινδρ(ος) -ο- + μύλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες