Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κυλιέμαι [ki
éme] Ρ10.1β αόρ. κυλίστηκα, απαρέμφ. κυλιστεί : 1. περιστρέφω το σώμα μου από τη μια και από την άλλη πλευρά, ενώ βρίσκομαι ξαπλωμένος σε οριζόντια θέση: Tα γουρούνια συνηθίζουν να κυλιού νται στη λάσπη. Tα παιδιά κυλιούνται στην άμμο / στο γρασίδι. || (σε έκφραση υπερβολής): Πού πήγες και κυλίστηκες στα χώματα; || Kυλιόταν στο πάτωμα από τους πόνους / από τα γέλια. 2. (μτφ.) ζω με τρόπο ανήθικο: Kυλιέται στο βούρκο / στην αμαρτία / στη διαφθορά, για το έσχατο σημείο ηθικής κατάπτωσης. [ελνστ. κυλ(ίομαι) μεταπλ. -ιέμαι]



