Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κυκλάμινο το [kiklámino] Ο41 : μικρό ποώδες φυτό με πλατιά καρδιόσχημα φύλλα και μοβ ροζ λουλούδια, που φύεται στα δάση αλλά καλλιεργείται και ως διακοσμητικό.
[ελνστ. κυκλάμινος ἡ, ὁ μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ. κατά τα άλλα ον. λουλουδιών]
[Λεξικό Κριαρά]
- κυκλάμινον το.
-
- Kυκλάμινο:
- (Σταφ., Iατροσ. 5128).
[<μτγν. ουσ. κυκλάμινος (η και ο) με αλλαγή γένους. H λ. και σήμ. (‑ο)]
- Kυκλάμινο: