Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κυδώνι το,
- βλ. κυδώνι(ο)ν.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κυδώνι 1 το [kiδóni] Ο44 : ο καρπός της κυδωνιάς, μεγάλο, σχεδόν στρογγυλό, φρούτο με χνουδωτή φλούδα, ανοιχτό κίτρινο χρώμα και στυφή γεύση: ~ πελτές. Kυδώνια κομπόστα.
[μσν. κυδώνι(ν) < ελνστ. κυδώνιον < αρχ. Κυδώνια μῆλα `μήλα από την Κυδωνία της Κρήτης΄ (τα σημερινά Χανιά)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κυδώνι 2 το : οστρακοειδές θαλασσινό, είδος αχηβάδας.
[< κυδώνι 1 (από την ομοιότητα του σχήματος)]
[Λεξικό Κριαρά]
- κυδώνι(ο)ν το· κυδώνι.
-
- O καρπός της κυδωνιάς, κυδώνι:
- (Σταφ., Iατροσ. 4113).
[μτγν. ουσ. κυδώνιον. O τ. στο Somav. και σήμ.]
- O καρπός της κυδωνιάς, κυδώνι:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κυδωνιά η [kiδo
á] Ο24 : οπωροφόρο δέντρο με μεγάλα λευκορόδινα άνθη. [ελνστ. κυδωνία, κυδωνέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. (δες στο κυδώνι 1)]
[Λεξικό Κριαρά]
- κυδωνιά η,
- βλ. κυδωνέα.
[Λεξικό Κριαρά]
- κυδωνίτσα η.
-
- Mικρή κυδωνιά:
- (Eρωτοπ. 3).
[<ουσ. κυδωνιά + κατάλ. ‑ίτσα. H λ. και σήμ.]
- Mικρή κυδωνιά: