Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κυδωνιά
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κυδωνιά η [kiδoá] Ο24 : οπωροφόρο δέντρο με μεγάλα λευκορόδινα άνθη.

[ελνστ. κυδωνία, κυδωνέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. (δες στο κυδώνι 1)]

[Λεξικό Κριαρά]
κυδωνιά η,
βλ. κυδωνέα.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες