Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κυανόλευκος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κυανόλευκος -η -ο [kianólefkos] Ε5 : γαλανόλευκος. || (ως ουσ.) η κυανόλευκη, η γαλανόλευκη.

[λόγ. κυανο- + λευκ(ός) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες