Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κυάνωση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κυάνωση 1 η [kiánosi] Ο33 : (ιατρ.) παθολογικό σύμπτωμα κατά το οποίο το δέρμα και οι βλεννογόνοι παίρνουν μια υποκύανη χροιά, όταν δεν οξειδώνεται καλά το αίμα.

[λόγ. < γαλλ. cyanose < αρχ. κυαν(οῦς δες στο κυανός) -ose = -ωση (διαφ. το ελνστ. κυάνωσις `μπλε χρώμα΄)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κυάνωση 2 η : (χημ.) μέθοδος αποχωρισμού του χρυσού και του αργύρου από τα πετρώματα στα οποία περιέχονται, με τη βοήθεια διαλυμάτων κυανιούχων αλάτων.

[λόγ. κυάν(ιον) -ωσις > -ωση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες