Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κτω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
κτω· χτω.
  • 1) Aποκτώ, κερδίζω:
    • (Aσσίζ. 1530).
  • 2) Kυριεύω, κατακτώ:
    • το έκτησεν (ενν. το κάστρο) ο ρε Πιέρ με μεγάλον πόλεμον (Mαχ. 34618).

[ενεργ. του κτώμαι. H λ. τον 6. αι.]

[Λεξικό Κριαρά]
κτώμαι αόρ. εκτήθησα, (Προδρ. III 273-20 χφφ PK κριτ. υπ.)· παρκ. κεκτήται, (Oρνεοσ. αγρ. 53412).

[αρχ. κτάομαι. Πβ. ποντ. χτήσκουμαι κ.ά. (Andr.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες