Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κτηματικός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κτηματικός -ή -ό [ktimatikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο κτήμα ή στα κτήματα: Kτηματική περιουσία. Kτηματικές διαφορές, διαφορές που έχουν σχέση με την αμφισβήτηση της κυριότητας κτημάτων. Kτηματική πίστη, πίστωση που δίνεται με υποθήκη ενός ακινήτου. Kτηματική Tράπεζα.

[λόγ. < ελνστ. κτηματικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go