Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κτηματίας
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κτηματίας ο [ktimatías] Ο2 : αυτός που έχει μεγάλη κτηματική περιουσία και που ζει από τα εισοδήματα των κτημάτων του.

[λόγ. κτηματ- (κτήμα) -ίας]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go