Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κτήτωρ ο· εκτήτορας· κτήτορας.
-
- Iδρυτής (μοναστηριού):
- το τυπικόν του κτήτορος (Προδρ. IV 275).
[μτγν. ουσ. κτήτωρ. O τ. κτήτορας και σήμ.]
- Iδρυτής (μοναστηριού):



