Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κτήτορας
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κτήτορας ο [ktítoras] Ο5 : ο ιδρυτής ναού, μονής ή ιδρύματος, ο οποίος εξασφάλιζε και τα αναγκαία μέσα για τη συντήρησή τους.

[λόγ. < ελνστ. κτήτωρ, αιτ. -ορα `ιδιοκτήτης΄, στη μσν. σημ.: `ιδρυτής΄ (από προσέγγιση της έννοιας του ιδρυτή (κτίζω) προς τον ιδιοκτήτη)]

[Λεξικό Κριαρά]
κτήτορας ο,
βλ. κτήτωρ.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες