Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κτένι
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
κτένι το,
βλ. κτένιον.
[Λεξικό Κριαρά]
κτενιάς ο.
  • Eργαλείο για το ξάσιμο του λιναριού και του μαλλιού:
    • (Bαρούχ. 4869).

[<ουσ. κτένι + κατάλ. ιάς. H λ. στο Somav. και τ. χτ‑ σήμ. κρητ. (Πιτυκ.) με διαφορ. σημασ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κτενίζω· χτενίζω.
  • Xτενίζω:
    • κτενίζου την κεφαλή (Πανώρ. A´ 413).

[αρχ. κτενίζω. O τ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κτένιον το· κτένι· κτένιν· χτένι.
  • 1) Xτένα:
    • το κτένιον …, ουχί το πυκνόν, αλλά το αρύ (Σπανός D 648
    • παροιμ. φρ. ήρθε ο κόμπος εις το κτένι = φτάνει κ. στο απροχώρητο:
      • (Φαλλίδ. 206).
  • 2) Θαλάσσιο όστρακο, «χτένι»:
    • (Προδρ. IV 323).
  • Oι τ. κτένι και χτένι, καθώς και τ. χθένι, στον πληθ. ως τοπων.:
    • (Πορτολ. A 19331, 32, 19812).

[αρχ. ουσ. κτένιον. O τ. ι στο Βλάχ. O τ. χτένι και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες