Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρύψιμο το [krípsimo] Ο50 : η ενέργεια του κρύβω, κυρίως η τοποθέτηση ενός πράγματος σε μέρος αθέατο για να μη γίνει αντιληπτό από τους άλλους.
[κρυψ- (κρύβω) -ιμο]



