Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρύσταλλο
17 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρύσταλλο το [krístalo] Ο42 : 1α. πολύ λαμπερό, καθαρό γυαλί με μεγάλη δυνατότητα διάθλασης του φωτός, που χρησιμοποιείται για την κατασκευή διάφορων πολυτελών χρηστικών ή διακοσμητικών αντικειμένων: Ποτήρια / τασάκια από ~. ~ Bοημίας. Bιτρίνα / τζαμαρία από ~. || (συνήθ. πληθ.) αντικείμενα από κρύσταλλο: Tο διαμέρισμά της είναι γεμάτο κρύσταλλα. β. μικροί σταλακτίτες από πάγο που κρέμονται στα παράθυρα, στις υδρορρόες κτλ. 2. (μτφ.) για κτ. καθαρό, διαυγές, λαμπερό: Nερό (σαν) ~. Σκέψη (σαν) ~. || Nερό σαν ~, παγωμένο.

[1β: μσν. κρύσταλλο(ν) < αρχ. κρύσταλλος μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.· 1α, 2: λόγ. < γαλλ. cristal (στη νέα σημ.) < λατ. cristallus < αρχ. κρύσταλλος `ορυκτό κρύσταλλο΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρυσταλλογραφία η [kristaloγrafía] Ο25 : η επιστήμη που μελετά τις μορφές των κρυστάλλων καθώς και τους νόμους που διέπουν τη δημιουργία τους.

[λόγ. < γαλλ. cristallographie < cristal = κρύσταλλ(ος) -ο- + -graphie = -γραφία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρυσταλλογραφικός -ή -ό [kristaloγrafikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στην κρυσταλλογραφία.

[λόγ. < γαλλ. cristallographique < cristallo graph(ie) = κρυσταλλογραφ(ία) -ique = -ικός]

[Λεξικό Κριαρά]
κρυσταλλοειδής, επίθ.
  • 1) Όμοιος με κρύσταλλο· δροσερός ή διαυγής:
    • κρυσταλλοειδές νερόν (Προσκυν. Iεροσ. 41311).
  • 2) (Προκ. για μέλη του σώματος) δροσερός, «χιονάτος», «σφιχτοδεμένος»:
    • δακτύλους κρυσταλλοειδείς (Δούκ. 13716).

[μτγν. επίθ. κρυσταλλοειδής]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρυσταλλοειδής -ής -ές [kristaloiδís] Ε10 : 1. που μοιάζει με κρύσταλλο: ~ φακός, διαφανές σώμα σε σχήμα φακού μέσα στο βολβό του ματιού. 2. που έχει τις ιδιότητες της κρυστάλλου· κρυσταλλώδης.

[λόγ. < ελνστ. κρυσταλλοειδής `που μοιάζει με την κρύσταλλο2΄]

[Λεξικό Κριαρά]
κρυσταλλοκιονοτράχηλος, επίθ.
  • Που έχει λαιμό «χιονάτο», «σφιχτοδεμένο» σαν κρύσταλλο και στητό σαν κολόνα:
    • (Aχιλλ. L 554).

[<ουσ. κρύσταλλον + επίθ. κιονοτράχηλος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρυσταλλολυχνία η [kristalolixnía] Ο25 : (ηλεκτρολ.) τρανζίστορ1.

[λόγ. κρύσταλλ(ος) -ο- + λυχνία]

[Λεξικό Κριαρά]
κρύσταλλον το· κρούσταλλο· κρούσταλλον.
  • 1)
    • α) Πάγος, κομμάτι πάγου:
      • σαν εδιάβησαν (ενν. τον ποταμόν), το κρούσταλλο χαλάθη (Aλεξ. 1189
    • β) (συνεκδ.) κρύο, παγωνιά:
      • στην κάψα και εις τα κρούσταλλα (Φορτουν. Γ´ 457).
  • 2) O ορυκτός κρύσταλλος:
    • (Hagia Sophia ψ 6129).

[<ουσ. κρύσταλλος με αλλαγή γένους. Oι τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. τον 4. αι. και σήμ. (ο)]

[Λεξικό Κριαρά]
κρυσταλλοροδοκόκκινος, επίθ.
  • Που έχει λαμπερό κόκκινο χρώμα σαν του τριαντάφυλλου:
    • κρυσταλλοροδοκόκκινα μάγουλα και χειλάρια (Πένθ. θαν. 67).

[<ουσ. κρύσταλλον + επίθ. ροδοκόκκινος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρύσταλλος η [krístalos] Ο36 & κρύσταλλος ο [krístalos] Ο19 : 1. (φυσ.) το κανονικό πολυεδρικό σχήμα που παίρνουν τα περισσότερα σώματα, όταν περνούν από τη ρευστή στη στερεή κατάσταση. || Yγρή ~. 2. ορυκτό διαφανές και σκληρό που έχει τη μορφή και το σχήμα κρυστάλλου. 3. (λόγ.) το κρύσταλλο.

[λόγ.: 2: αρχ. κρύσταλλος ὁ και ελνστ. ἡ· 1, 3: γαλλ. cristal (στη νέα σημ.) < λατ. crystallus < αρχ. κρύσταλλος]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες